- στίμμισμα
- τὸ, Α [στιμ(μ)ίζω]το ψιμύθιο που παρασκευαζόταν από στίμμι («στιμμίσματα τῶν ὀφθαλμῶν», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιμμίσματα — στίμμισμα blackening with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)